κοινοβιώτης

κοινοβιώτης
κοινοβιώτης, ὁ (Α)
μέλος τού μοναστηριακού κοινοβίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινοβίωσις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοινοβίωσις — κοινοβίωσις, ἡ (Α) η συμβίωση πολλών ανθρώπων στον ίδιο χώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινόβιος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *κοινοβιῶ, όπως και το κοινοβιώτης] …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • συγκοινοβιώτης — ὁ, Μ άτομο που ζει μαζί με άλλο ή με άλλους σε κοινόβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κοινοβιώτης «μέλος κοινοβίου» (< κοινόβιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”